- μαυροκίτρινος
- -η, -οαυτός που έχει χρώμα μαύρο και κίτρινο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποχλωρομέλας — ανος, ὁ, Α κάπως μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χλωρομέλας «μαυροκίτρινος»] … Dictionary of Greek
ασβολώνω — (AM ἀσβολῶ, όω) [άσβολος] μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά νεοελλ. 1. τυφλώνω 2. κάνω κάποιον να χάσει τη διαύγεια του πνεύματος (πρβλ. αποσβολώνω) 3. (μτχ.) ασβολωμένος α) άτυχος, δυστυχισμένος («επέρνα μέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες») β)… … Dictionary of Greek
κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
πέλειος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείους Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» 2. πελιδνός, μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ.… … Dictionary of Greek
πελιδνός — ή, ό / πελιδνός, ή, όν, αττ. τ. πελιτνός, ή, όν, ΝΜΑ (ιδίως για το χρώμα τού δέρματος) μαυροκίτρινος, ωχρός («χρὼς ψυχρὸς καὶ πελιδνὸς ἐγένετο», Διόδ.) νεοελλ. συνεκδ. καταφοβισμένος, κίτρινος από τον φόβο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πελιδνός / πελιτνός … Dictionary of Greek
πελιός — ά, όν, Α 1. πελιδνός, μαυροκίτρινος 2. μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός] … Dictionary of Greek
περιστερά — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ… … Dictionary of Greek
πυρρός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… … Dictionary of Greek
υποπέλιος — ον, Α ὑποπέλιδνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πελιός «πελιδνός, μαυροκίτρινος»] … Dictionary of Greek